συνθεολογώ

συνθεολογώ
-έω, ΜΑ
1. συζητώ με κάποιον σχετικά με τον θεό και τα θεολογικά ζητήματα
2. συμφωνώ με κάποιον σχετικά με τα θεολογικά ζητήματα
αρχ.
(κυρίως παθ.) συνθεολογοῡμαι, -έομαι- θεωρούμαι και εγώ θεός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + θεολογῶ «διδάσκω τον θείο λόγο» (< θεολόγος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • -λογώ — (AM λογῶ, έω) β΄ συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος (πρβλ. αισχρολογώ < αισχρολόγος), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό λογώ λειτούργησε ως παραγωγική κατάληξη, με αποτέλεσμα να… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”